προστατευτικός

προστατευτικός
-ή, -ό / προστατευτικός, -ή, -όν, ΝΑ [προστατεύω]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε αυτόν που προστατεύει, σε προστάτη («προστατευτική διάθεση»)
νεοελλ.
1. αυτός που αποβλέπει σε προστασία, που έχει ως σκοπό την προστασία («προστατευτικό κάλυμμα»)
2. φρ. α) «προστατευτικός ιστός»
βοτ. επιφανειακός φυτικός ιστός που εξασφαλίζει την προστασία τού φυτού από την εξάτμιση, τον παγετό, τα αρπακτικά κ.ά. βλαπτικούς παράγοντες, αλλ. καλυπτήριος ιστός
β) «προστατευτικοί δασμοί» — δασμοί που επιβάλλονται συχνά για την τόνωση τής παραγωγής σε μια χώρα η οποία υποφέρει από ύφεση ή στασιμότητα
γ) «προστατευτική πολιτική» — η λήψη μέτρων οικονομικής πολιτικής που αποβλέπουν στην προστασία, γενικά, τής εγχώριας οικονομίας ή ενός κλάδου της.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • προστατευτικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προστατευτικός — ή, ό 1. αυτός που χρησιμεύει ή βοηθάει στην προστασία: Προστατευτικά έργα στην κοίτη του ποταμού. 2. αυτός που αρμόζει, ταιριάζει σε προστάτη: Προστατευτικό ενδιαφέρον …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γεώτρηση — Μέθοδος διάτρησης του εδάφους, μερικές φορές σε σημαντικό βάθος, που πραγματοποιείται με τη διάνοιξη οπών σχετικά μικρής διαμέτρου (μέγιστο 60 εκ.). Ο κύριος σκοπός της γ. είναι η έρευνα του υπεδάφους είτε για την εξακρίβωση της γεωλογικής… …   Dictionary of Greek

  • βιβλιοθήκη — Δημόσια ή ιδιωτική συλλογή βιβλίων ή χειρογράφων, οργανωμένη με σκοπό τη διατήρησή τους ή τη διευκόλυνση των αναγνωστών να τα συμβουλεύονται και να τα μελετούν. Ο όρος σημαίνει επίσης και τον τόπο όπου φυλάσσονται τα βιβλία, αλλά και… …   Dictionary of Greek

  • δασμός — Έμμεσος φόρος που μπορεί να επιβληθεί στα εμπορεύματα, τα οποία μεταφέρονται από χώρα σε χώρα, όταν περνούν την τελωνειακή γραμμή. Ανάλογα με τον σκοπό που επιδιώκεται με τους δ., γίνεται διάκριση μεταξύ δημοσιονομικών δ. και οικονομικών ή… …   Dictionary of Greek

  • διάβρωση — Όρος που χρησιμοποιείται στη γεωλογία και, υπό ευρεία έννοια, αναφέρεται στο σύνολο των διεργασιών που προκαλούν διάφοροι φυσικοί παράγοντες, με αποτέλεσμα την αργή αλλά συνεχή αποσύνδεση και αποκομιδή, λιγότερο ή περισσότερο έντονη κατά τόπους,… …   Dictionary of Greek

  • επίρροθος — ἐπίρροθος, ον (Α) [ρόθος] 1. ως ουσ. βοηθός, σύμμαχος, υπερασπιστής («τοίη oἱ ἐπίρροθος ἦεν Ἀθήνῃ», Ομ. Ιλ.) 2. προστάτης, προστατευτικός 3. αυτός που επικροτεί, που επιδοκιμάζει 4. αυτός που λοιδορεί, που υβρίζει, ο υβριστικός 5. επίμεμπτος,… …   Dictionary of Greek

  • επιδερμίδα — Το εξωτερικό κάλυμμα του δέρματος των ζώων και του ανθρώπου που αναπτύσσεται από το εξωτερικό εμβρυϊκό βλαστικό σέρμα, το αποκαλούμενο εξώδερμα. Τα εκκρίματα της μονοστρωματικής ε. των ασπονδύλων σχηματίζουν, εξαιτίας της στερεοποίησής τους στον… …   Dictionary of Greek

  • καραϊσκάκης — I Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821. 1. Γεώργιος (Μαυρομάτι Καρδίτσας 1782 – Φάληρο 1827). Από άγνωστο πατέρα και μητέρα καλόγρια, κατατάχθηκε μικρός στα σώματα αρματολών των Αγράφων, όπου ξεχώρισε για την παλικαριά και την εξυπνάδα του. Στη …   Dictionary of Greek

  • κατοχυρωτικός — ή, ό [κατοχυρώνω] 1. ο κατάλληλος να χρησιμοποιηθεί για την καλή οχύρωση ενός πράγματος 2. αυτός που συντελεί στην εξασφάλιση, προστατευτικός, εξασφαλιστικός (α. «κατοχυρωτικός νόμος» β. «κατοχυρωτικό διάταγμα») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”